- ἀσυνάλειπτος
- ἀσυνάλειπτοςwithout synaloephemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασυνάλειπτος — ἀσυνάλειπτος, ον (AM) [συναλείφω] (για γραμματικούς τύπους) αυτός που δεν έχει υποστεί συναλοιφή μσν. ο ασύγχυτος, αυτός που δεν έχει συνάφεια με κάποιον άλλον … Dictionary of Greek
ἀσυναλείπτως — ἀσυνάλειπτος without synaloephe adverbial ἀσυνάλειπτος without synaloephe masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνάλειπτον — ἀσυνάλειπτος without synaloephe masc/fem acc sg ἀσυνάλειπτος without synaloephe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυναλείπτου — ἀσυνάλειπτος without synaloephe masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνάλειπτα — ἀσυνάλειπτος without synaloephe neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)